Ήταν στα 1803 και Δεκεμβρίου 13, όταν μετά από πολύμηνη πολιορκία και κατόπιν προδοσίας του απόγονου του "Εφιάλτη" και Σουλιώτη μόνο στην καταγωγή Πήλιου Γούση, οι τουρκαλβανοί του Αλη Πασά πάτησαν το Σούλι.. Ο άγιος καλόγερος Σαμουήλ μαζί με λιγους λαβωμένους Σουλιώτες τους περίμενε στο Κούγκι, όπου φιλούσαν το μπαρούτι και τα πολεμοφόδια.. Όταν οι τουρκαλβανοί μπήκαν μέσα άναψε το μπαρούτι και τους πήρε ολους μαζί του.. Δεν παραδόθηκε στα χέρια των απίστων, παρα μονο στα χέρια του Θεού..
Πριν την ανατίναξη, ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά προκάλεσε λεκτικά τον Σαμουήλ, λέγοντας του: «Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;». Τότε εκείνος του απάντησε: «Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης, να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου...».
-Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν - κ' εκείνοι λαβωμένοι!
Κ'είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ' έχουνε ζωσμένον!
Έλα να δώσης τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσης,
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμη!
Έτζι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης…
Κλεισμένος μες στην εκκλησά βρίσκετ' ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη....
.... Πλακώσανε οι άπιστοι..- καλόγερε, τι κάνεις;..
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο -
και στάζ' απ'τή λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ' του Θεού το γαίμα...
Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος -
λάμπει στα γνέφ' η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι!
Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο, και τι καπνό λιβάνι!..
Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο
κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα,
σα σύγνεφο κατάμαυρο κ' εθόλωσε τον ήλιο.
Κ' ενώ τ' ανέβαζ' ο καπνός, κ' ενώ το συνεπαίρνη,
το ράσο πάντ' αρμένιζε κ' εδιάβαινε σά Χάρος.
κ' εκείθεν οπού διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος,
σαν νάταν μυστική φωτιά ερρόγισε το λόγγο.
Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, έλιές, μυρτούλες,
ελπίδες, νίκες και σφαγές - χαρές κ' ελευθερία.
Πριν την ανατίναξη, ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά προκάλεσε λεκτικά τον Σαμουήλ, λέγοντας του: «Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;». Τότε εκείνος του απάντησε: «Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης, να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου...».
-Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν - κ' εκείνοι λαβωμένοι!
Κ'είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ' έχουνε ζωσμένον!
Έλα να δώσης τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσης,
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμη!
Έτζι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης…
Κλεισμένος μες στην εκκλησά βρίσκετ' ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη....
.... Πλακώσανε οι άπιστοι..- καλόγερε, τι κάνεις;..
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο -
και στάζ' απ'τή λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ' του Θεού το γαίμα...
Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος -
λάμπει στα γνέφ' η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι!
Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο, και τι καπνό λιβάνι!..
Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο
κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα,
σα σύγνεφο κατάμαυρο κ' εθόλωσε τον ήλιο.
Κ' ενώ τ' ανέβαζ' ο καπνός, κ' ενώ το συνεπαίρνη,
το ράσο πάντ' αρμένιζε κ' εδιάβαινε σά Χάρος.
κ' εκείθεν οπού διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος,
σαν νάταν μυστική φωτιά ερρόγισε το λόγγο.
Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, έλιές, μυρτούλες,
ελπίδες, νίκες και σφαγές - χαρές κ' ελευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου