Γιώργος Σταμπουλίδης: Εκείνο που μας βασάνιζε, ήταν η δίψα. Κατουρούσαμε στα δοχεία και πίναμε. Έβλεπες άνδρες και γυναίκες να τρελαίνονται από τη δίψα.
Άκουγαν οι Τούρκοι τις κραυγές τους και γελούσαν. «Γκιαούρηδες, παραδοθείτε και θα σας δώσουμε όσο νερό θέλετε» φώναζαν. [...]
Ο παπα-Γιώργης φώναξε: «Λυπηθείτε μας, έχετε κι εσείς το Θεό σας! Μη μας αφήσετε να πεθάνουμε από τη δίψα». Οι Τούρκοι συμφώνησαν: «Στείλτε μας δυο άνδρες, να σας δώσουμε».
Πάγωσαν οι αντάρτες. Ποιος θα πήγαινε; Νεκρική σιγή επικράτησε στη σπηλιά. Οι σκληροτράχηλοι αντάρτες σιωπηλοί περίμεναν με κομμένη την ανάσα τους εθελοντές. Γνώριζαν πως οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Κάποιοι έπρεπε να θυσιαστούν. Κανείς δεν έδειξε προθυμία.
Ο παπα-Γιώργης σηκώθηκε όρθιος κα με φωνή τρεμάμενη αλλά αποφασιστική είπε: «Εφραίμ, σήκω!». Ήταν ένας από τα λίγα παιδιά του που ζούσαν.
Σηκώθηκε κι άρχισε να ετοιμάζεται. Σηκώθηκε κι ένα άλλο παλικάρι από το Κιζολτουρέν. Προχώρησαν τα δυο παλικάρια στη θέση των Τούρκων με τους άδειους τενεκέδες στα χέρια. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαμε από ψηλά τις κινήσεις τους.
Όταν έφθασαν, οι Τούρκοι πήραν τα δοχεία από τα χέρια τους και τους διέταξαν να μάσουν ξύλα. Άρχισαν τα δυο παλικάρια μας να μαζεύουν ξερά ξύλα. Το αίμα μας πάγωσε. Δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη να καταλάβουμε το τι θα επακολουθούσε.
Αφού έγινε σωρός ξύλων, άναψαν φωτιά και τα ξύλα άρχισαν να καίγονται με τεράστιες φλόγες και πυκνό καπνό. Ο παπα-Γιώργης αποσβολωμένος παρακολουθούσε τη θλιβερή σκηνή.
Οι Τούρκοι στέριωσαν κάθετα δύο μεγάλους πασσάλους δίπλα από τη φωτιά, έβγαλαν τα ρούχα των παλικαριών και τους έδεσαν όρθιους στους πασσάλους. Η φωτιά άρχισε να τους σιγοκαίει.
Άρχισαν να φωνάζουν, να βγάζουν κραυγές πόνου. «Πατέρα, παραδοθείτε», παρακαλούσε σπαρακτικά ο Εφραίμ.
Ο παπα-Γιώργης λύγισε. Άρχισε να κλαίει, και οι γυναίκες λιποθυμούσαν μη αντέχοντας να βλέπουν και να ακούνε τους οδυρμούς των παλικαριών. Οι πιο ψύχραιμοι οδήγησαν στο βάθος της σπηλιάς τις γυναίκες για να μην ακούνε.
Σιγά-σιγά οι κραυγές των άμοιρων παλικαριών έσβησαν και τα άψυχα σώματά τους τα πέταξαν τα ανθρωπόμορφα τέρατα πάνω στη θράκα της φωτιάς, γεμίζοντας τις ψυχές μας με θλίψη και απελπισία.
Είχαμε χάσει κάθε ελπίδα, όταν μάλιστα είδαμε τους Τούρκους να κυριεύουν μια σπηλιά πιο πέρα από μας, αισθανθήκαμε το τέλος μας. Είδαμε τους Τούρκους να πετάνε τα γυναικόπαιδα ένα-ένα από ψηλά πάνω στους κοφτερούς βράχους. Είπαμε πως ήρθε και η σειρά μας.
Ξαφνικά ακούσαμε πυροβολισμούς από διάφορα σημεία. Με μιας αναπτερώθηκε το ηθικό μας. Αρχίσαμε να ελπίζουμε.
Είχε φθάσει από το Τοπτσάμ το λιοντάρι μας ο Κοτζά Αναστάς. Οι Τούρκοι το ‘βαλαν στα πόδια.
Κατεβήκαμε και αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί στο ποτάμι. Γονατίσαμε και πίναμε ασυλλόγιστα. Γέμισαν τα στομάχια μας νερό και οι περισσότεροι έπαθαν τυμπανισμό. Δεν έλειψαν οι λιποθυμίες. [...]
Επισκεφτήκαμε τις άλλες σπηλιές. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά κείτονταν νεκροί, άλλοι έξω από τις σπηλιές, άλλοι μέσα κι άλλοι πάνω στα βράχια. Πολλά πτώματα αποκεφαλισμένα, κατακρεουργημένα το ένα πάνω στο άλλο, μας γέμισαν θλίψη και μεγάλωσαν περισσότερο τον πόνο και την απογοήτευσή μας.
Ώρες πολλές ακούγαμε το μοιρολόγι των γυναικών, που χτυπώντας τα στήθη τους καταριόταν τους βαρβάρους Τούρκους.
Την άλλη μέρα θάψαμε τους νεκρούς και μάσαμε τα όπλα των Τούρκων που άφησαν φεύγοντας. Μέσα στο χωριό, ανάμεσα στις χαράδρες κι έξω από τις σπηλιές κείτονταν εκατοντάδες σκοτωμένοι Τούρκοι. Είχαν πληρώσει ακριβά το κακό που μας έκαναν.
Πηγή: Αναστάσιος Λ. Σταμπουλίδης, Βατόλακκος: Οι ρίζες μας, εκδ. Ινφογνώμων.
Άκουγαν οι Τούρκοι τις κραυγές τους και γελούσαν. «Γκιαούρηδες, παραδοθείτε και θα σας δώσουμε όσο νερό θέλετε» φώναζαν. [...]
Ο παπα-Γιώργης φώναξε: «Λυπηθείτε μας, έχετε κι εσείς το Θεό σας! Μη μας αφήσετε να πεθάνουμε από τη δίψα». Οι Τούρκοι συμφώνησαν: «Στείλτε μας δυο άνδρες, να σας δώσουμε».
Πάγωσαν οι αντάρτες. Ποιος θα πήγαινε; Νεκρική σιγή επικράτησε στη σπηλιά. Οι σκληροτράχηλοι αντάρτες σιωπηλοί περίμεναν με κομμένη την ανάσα τους εθελοντές. Γνώριζαν πως οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Κάποιοι έπρεπε να θυσιαστούν. Κανείς δεν έδειξε προθυμία.
Ο παπα-Γιώργης σηκώθηκε όρθιος κα με φωνή τρεμάμενη αλλά αποφασιστική είπε: «Εφραίμ, σήκω!». Ήταν ένας από τα λίγα παιδιά του που ζούσαν.
Σηκώθηκε κι άρχισε να ετοιμάζεται. Σηκώθηκε κι ένα άλλο παλικάρι από το Κιζολτουρέν. Προχώρησαν τα δυο παλικάρια στη θέση των Τούρκων με τους άδειους τενεκέδες στα χέρια. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαμε από ψηλά τις κινήσεις τους.
Όταν έφθασαν, οι Τούρκοι πήραν τα δοχεία από τα χέρια τους και τους διέταξαν να μάσουν ξύλα. Άρχισαν τα δυο παλικάρια μας να μαζεύουν ξερά ξύλα. Το αίμα μας πάγωσε. Δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη να καταλάβουμε το τι θα επακολουθούσε.
Αφού έγινε σωρός ξύλων, άναψαν φωτιά και τα ξύλα άρχισαν να καίγονται με τεράστιες φλόγες και πυκνό καπνό. Ο παπα-Γιώργης αποσβολωμένος παρακολουθούσε τη θλιβερή σκηνή.
Οι Τούρκοι στέριωσαν κάθετα δύο μεγάλους πασσάλους δίπλα από τη φωτιά, έβγαλαν τα ρούχα των παλικαριών και τους έδεσαν όρθιους στους πασσάλους. Η φωτιά άρχισε να τους σιγοκαίει.
Άρχισαν να φωνάζουν, να βγάζουν κραυγές πόνου. «Πατέρα, παραδοθείτε», παρακαλούσε σπαρακτικά ο Εφραίμ.
Ο παπα-Γιώργης λύγισε. Άρχισε να κλαίει, και οι γυναίκες λιποθυμούσαν μη αντέχοντας να βλέπουν και να ακούνε τους οδυρμούς των παλικαριών. Οι πιο ψύχραιμοι οδήγησαν στο βάθος της σπηλιάς τις γυναίκες για να μην ακούνε.
Σιγά-σιγά οι κραυγές των άμοιρων παλικαριών έσβησαν και τα άψυχα σώματά τους τα πέταξαν τα ανθρωπόμορφα τέρατα πάνω στη θράκα της φωτιάς, γεμίζοντας τις ψυχές μας με θλίψη και απελπισία.
Είχαμε χάσει κάθε ελπίδα, όταν μάλιστα είδαμε τους Τούρκους να κυριεύουν μια σπηλιά πιο πέρα από μας, αισθανθήκαμε το τέλος μας. Είδαμε τους Τούρκους να πετάνε τα γυναικόπαιδα ένα-ένα από ψηλά πάνω στους κοφτερούς βράχους. Είπαμε πως ήρθε και η σειρά μας.
Ξαφνικά ακούσαμε πυροβολισμούς από διάφορα σημεία. Με μιας αναπτερώθηκε το ηθικό μας. Αρχίσαμε να ελπίζουμε.
Είχε φθάσει από το Τοπτσάμ το λιοντάρι μας ο Κοτζά Αναστάς. Οι Τούρκοι το ‘βαλαν στα πόδια.
Κατεβήκαμε και αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί στο ποτάμι. Γονατίσαμε και πίναμε ασυλλόγιστα. Γέμισαν τα στομάχια μας νερό και οι περισσότεροι έπαθαν τυμπανισμό. Δεν έλειψαν οι λιποθυμίες. [...]
Επισκεφτήκαμε τις άλλες σπηλιές. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά κείτονταν νεκροί, άλλοι έξω από τις σπηλιές, άλλοι μέσα κι άλλοι πάνω στα βράχια. Πολλά πτώματα αποκεφαλισμένα, κατακρεουργημένα το ένα πάνω στο άλλο, μας γέμισαν θλίψη και μεγάλωσαν περισσότερο τον πόνο και την απογοήτευσή μας.
Ώρες πολλές ακούγαμε το μοιρολόγι των γυναικών, που χτυπώντας τα στήθη τους καταριόταν τους βαρβάρους Τούρκους.
Την άλλη μέρα θάψαμε τους νεκρούς και μάσαμε τα όπλα των Τούρκων που άφησαν φεύγοντας. Μέσα στο χωριό, ανάμεσα στις χαράδρες κι έξω από τις σπηλιές κείτονταν εκατοντάδες σκοτωμένοι Τούρκοι. Είχαν πληρώσει ακριβά το κακό που μας έκαναν.
Πηγή: Αναστάσιος Λ. Σταμπουλίδης, Βατόλακκος: Οι ρίζες μας, εκδ. Ινφογνώμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου